- κοκκινοσκούφης
- ο, θηλ. -α1. αυτός που φορά κόκκινο σκούφο2. αυτός που διαδηλώνει τις επαναστατικές ιδέες του με συμβολικό κόκκινο κάλυμμα τής κεφαλής3. μτφ. άνθρωπος επαναστατικών ιδεών, επαναστάτης4. συν. στον πληθ. οι κοκκινοσκούφηδεςάνδρες που ανήκουν στην αεροπορία στρατού.
Dictionary of Greek. 2013.