κοκκινοσκούφης

κοκκινοσκούφης
ο, θηλ. -α
1. αυτός που φορά κόκκινο σκούφο
2. αυτός που διαδηλώνει τις επαναστατικές ιδέες του με συμβολικό κόκκινο κάλυμμα τής κεφαλής
3. μτφ. άνθρωπος επαναστατικών ιδεών, επαναστάτης
4. συν. στον πληθ. οι κοκκινοσκούφηδες
άνδρες που ανήκουν στην αεροπορία στρατού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοκκινοσκούφης — ο θηλ. κοκκινοσκούφα 1. αυτός που φοράει κόκκινο σκουφί. 2. αυτός που διαδηλώνει τις επαναστατικές του ιδέες με κόκκινο κάλυμμα της κεφαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”